Στόχος η καταπολέμηση
των νεοπλασματικών νόσων &
η βελτίωση της υγείας των ασθενών.
Η Ουρολογική Ογκολογία αποτελεί τον κλάδο της ουρολογίας που ασχολείται με τη διάγνωση, την αντιμετώπιση και την πρόληψη των καρκίνων που προσβάλουν το ουρογεννητικό σύστημα.
Με εξειδικευμένη γνώση και εξοπλισμό σύγχρονης τεχνολογίας, ο χειρουργός – ουρολόγος Σταυρόπουλος Μάριος, στο ιατρείο του στην Αθήνα, μεριμνά εις βάθος για την πρόληψη, την πρόγνωση και τη θεραπεία των συγκεκριμένων παθήσεων του ουροποιητικού συστήματος, ενισχύοντας έτσι την ποιότητα ζωής και την υγεία των ασθενών του.
Καρκίνος Ουροδόχου Κύστης
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης είναι από τους πιο συχνούς καρκίνους του ουροποιητικού συστήματος και μέσα στους 10 πιο συχνούς καρκίνους γενικά στον κόσμο. Είναι σχεδόν 4 φορές πιο συχνός στους άνδρες σε σύγκριση με τις γυναίκες και εμφανίζεται συνήθως σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας (μέση ηλικία εμφάνισης τα 73 έτη).
Η περιβαλλοντική έκθεση σε παράγοντες κινδύνου ευθύνεται για τις περισσότερες περιπτώσεις καρκίνου της ουροδόχου κύστης, με το κάπνισμα να είναι ο σημαντικότερος παράγοντας και να ευθύνεται σχεδόν για το 50% των περιπτώσεων. Επίσης, η έκθεση σε συγκεκριμένες χημικές καρκινογόνες ουσίες στο χώρο εργασίας έχει ενοχοποιηθεί εδώ και αρκετές δεκαετίες για τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου της ουροδόχου κύστης. Τα επαγγέλματα που συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου περιλαμβάνουν εργάτες στον τομέα της μεταλλουργίας, εργαζόμενους στη βιομηχανία καουτσούκ, στην επεξεργασία δέρματος, στην κλωστοϋφαντουργία, στην τσιμεντουργία, στην τυπογραφία, ανθρακωρύχους, χειριστές μηχανών εκσκαφής καθώς και εργάτες στην κατασκευή χαλιών, στη βιομηχανία χρωμάτων και πλαστικών. Επιπλέον, το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου της κύστης (συγγενής που έχει ή είχε την ασθένεια) πιθανώς αυξάνει τον κίνδυνο ενός ατόμου να αναπτύξει τη νόσο και κυρίως στους καπνιστές.
Τα αρχικά συμπτώματα του καρκίνου της κύστης συχνά συγχέονται με αυτά άλλων παθήσεων του ουροποιητικού συστήματος που είναι καλοήθεις όπως π.χ. της ουρολοίμωξης, του διογκωμένου προστάτη ή της λιθίασης του ουροποιητικού.
Τα συμπτώματα του καρκίνου της κύστης δεν είναι συνήθως συνεχή, αλλά εμφανίζονται και εξαφανίζονται (διαλείποντα). Τα πιο συχνά συμπτώματα είναι:
- Αιματουρία (αίμα στα ούρα):
Η αιματουρία είναι η παρουσία αίματος στα ούρα. Η αιματουρία που προκαλείται από τον καρκίνο της κύστης είναι συνήθως ορατή (μακροσκοπική), μετατρέποντας τα ούρα σε κόκκινα ή ροζ, διαλείπουσα (εμφανίζεται και εξαφανίζεται) και ανώδυνη (χωρίς πόνο). Σπανιότερα ωστόσο, ακόμα και ασθενείς με μικροσκοπική αιματουρία (παρουσία αίματος που φαίνεται μόνο στο μικροσκόπιο, χωρίς να χρωματίζει τα ούρα κόκκινα) μπορούν να έχουν καρκίνο της ουροδόχου κύστης. Κάθε άτομο με παρουσία αίματος στα ούρα πρέπει να συμβουλεύεται τον Ουρολόγο. Η παρουσία ανεξήγητης αιματουρίας σε άτομα άνω των 35-40 ετών μπορεί να αντιπροσωπεύει καρκίνο στο ουροποιητικό σύστημα μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου.
- Πόνος:
Ο πόνος μπορεί επίσης να αποτελέσει σημάδι του καρκίνου της κύστης. Ο πόνος μπορεί να εμφανισθεί συνήθως στη μέση ή χαμηλά στην κοιλιά, πάνω από την περιοχή της κύστης. Επίσης, πόνος μπορεί να εμφανισθεί κατά την ούρηση και ονομάζεται «δυσουρία». Γενικευμένος πόνος στην κοιλιά ή στα οστά είναι συνήθως συνέπεια προχωρημένης ή μεταστατικής νόσου.
- Συμπτώματα κατά την ούρηση:
Μερικοί ασθενείς με καρκίνο της κύστης μπορούν να εμφανίσουν συμπτώματα κατά την ούρηση, όπως ανάγκη να ουρούν πιο συχνά ή πιο επιτακτικά (με έντονη επιθυμία) κατά τη διάρκεια της ημέρας ή της νύχτας και ακόμα να εμφανίζουν μέχρι και ακράτεια ούρων πριν φτάσουν στην τουαλέτα. Η διερεύνηση αυτών των ασθενών πρέπει να γίνεται με προσοχή καθώς τα περισσότερα άτομα με τέτοια συμπτώματα δεν έχουν καρκίνο της κύστης αλλά κάποια καλοήθη πάθηση, όπως π.χ. ουρολοίμωξη, υπερτροφία προστάτη κ.ά.
- Γενικά συμπτώματα:
Συμπτώματα όπως αδυναμία, κόπωση, ανορεξία και απώλεια βάρους είναι συνήθως ένδειξη προχωρημένης ή μεταστατικής νόσου και υποδηλώνουν κακή πρόγνωση.
Οι ασθενείς με συμπτώματα καρκίνου της κύστης πρέπει να υποβάλλονται σε μια πλήρη αξιολόγηση, η οποία περιλαμβάνει εξετάσεις ούρων, ουρηθροκυστεοσκόπηση και ακτινολογική εξέταση του ουροποιητικού συστήματος. Οι εξετάσεις των ούρων είναι η γενική εξέταση, με ή χωρίς καλλιέργεια, και η κυτταρολογική εξέταση των ούρων.
- Γενική εξέταση και καλλιέργεια ούρων:
Η γενική εξέταση των ούρων γίνεται στο μικροσκόπιο. Μπορεί επίσης να γίνει ανάλυση των ούρων με μια ταινία μέτρησης η οποία αλλάζει χρώμα ανάλογα με την παρουσία στα ούρα διάφορων στοιχείων, όπως π.χ. κύτταρα φλεγμονής, κύτταρα αίματος, σάκχαρο κ.ά. Σε περίπτωση που η γενική εξέταση των ούρων εμφανίσει στοιχεία ουρολοίμωξης, τότε το δείγμα εξετάζεται περαιτέρω με καλλιέργεια για τον καθορισμό του υπεύθυνου μικροβίου.
- Κυτταρολογική εξέταση ούρων:
Είναι ειδική εξέταση των ούρων κατά την οποία έμπειρος εργαστηριακός ιατρός εξετάζει ένα δείγμα ούρων στο μικροσκόπιο για την παρουσία τυχόν καρκινικών κυττάρων, που αποβάλλονται από την επιφάνεια της κύστης κατά την ούρηση.
- Ακτινολογικές εξετάσεις:
Οι ακτινολογικές εξετάσεις μπορούν να ανιχνεύσουν την παρουσία ορισμένων παθολογικών καταστάσεων ή όγκων στους νεφρούς, τους ουρητήρες ή την κύστη. Η ιδανική απεικονιστική εξέταση (π.χ. υπερηχογράφημα, αξονική τομογραφία, μαγνητική τομογραφία κ.ά.) για κάθε ασθενή καθορίζεται κάθε φορά ανάλογα με την περίπτωση.
- Κυστεοσκόπηση:
Η κυστεοσκόπηση ή ουρηθροκυστεοσκόπηση είναι μια επέμβαση κατά την οποία εξετάζεται υπό άμεση όραση η ουρήθρα και η ουροδόχος κύστη. Μπορεί να πραγματοποιηθεί στο ιατρείο ή σε χειρουργική αίθουσα είτε με τοπική αναισθησία (τοπικό αναισθητικό gel για το «μούδιασμα» της ουρήθρας) είτε με μέθη. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια ενός κατάλληλου εργαλείου (κυστεοσκόπιο) που φέρει κάμερα και φως εξετάζεται η ουρήθρα και η κύστη. Αν διαπιστωθεί η παρουσία ύποπτων περιοχών, τότε απαιτείται η λήψη βιοψιών. Το δείγμα της βιοψίας εξετάζεται στο μικροσκόπιο από κατάλληλο ιατρό για να καθοριστεί η παρουσία τυχόν καρκινικών κυττάρων.
Η θεραπεία και η εξέλιξη του καρκίνου της κύστης εξαρτώνται από το στάδιο και τον βαθμό διαφοροποίησης της νόσου καθώς και από τον κίνδυνο του καρκίνου να εμφανισθεί ξανά.
- Σταδιοποίηση:
Το στάδιο του καρκίνου της κύστης βασίζεται στην έκταση που έχει διεισδύσει ο καρκίνος στο τοίχωμα της κύστης, κατά πόσο ο καρκίνος έχει επεκταθεί σε γειτονικούς λεμφαδένες ή αν ο καρκίνος έχει επεκταθεί πέρα από την κύστη και σε άλλα όργανα. Πέρα από την επιβεβαίωση της διάγνωσης του καρκίνου της κύστης, ο καθορισμός του σταδίου της νόσου απαιτεί συνήθως και την πραγματοποίηση απεικονιστικών εξετάσεων π.χ. αξονική ή μαγνητική τομογραφία κ.ά.
- Διαφοροποίηση:
Ο βαθμός διαφοροποίησης ενός καρκίνου αναφέρεται στο πως εμφανίζονται τα καρκινικά κύτταρα κάτω από το μικροσκόπιο. Η διαφοροποίηση είναι ένας παράγοντας που χρησιμοποιείται για να προβλέψει πόσο πιθανό είναι ο καρκίνος της κύστης να εμφανισθεί ξανά μετά τη θεραπεία και ουσιαστικά να προβλέψει την πιθανότητα επιβίωσης του ασθενή. Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης διακρίνεται σε όγκους καλής και όγκους κακής διαφοροποίησης. Οι όγκοι καλής διαφοροποίησης έχουν καλύτερη εξέλιξη και πρόγνωση από τους αντίστοιχους της κακής διαφοροποίησης.
Το στάδιο και η διαφοροποίηση του καρκίνου της κύστης καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη θεραπεία που θα εφαρμοστεί από τον Ουρολόγο. Επομένως, ασθενείς με καρκίνο της κύστης υψηλότερου σταδίου και κακής διαφοροποίησης απαιτούν πιο επιθετική θεραπεία και πιο στενή παρακολούθηση σε σύγκριση με αυτούς που έχουν καρκίνο χαμηλότερου σταδίου και καλής διαφοροποίησης.
Η αντιμετώπιση του καρκίνου της κύστης εξαρτάται κυρίως από το στάδιο της νόσου.
Κατά τη στιγμή της διάγνωσης, περίπου το 75% των ασθενών έχουν όγκο που δεν έχει διεισδύσει βαθιά στο τοίχωμα της κύστης και ονομάζεται «επιφανειακός» καρκίνος. Το υπόλοιπο σχεδόν 25% των ασθενών έχουν πιο επιθετική μορφή της νόσου που διεισδύει πιο βαθιά και ιατρικά ονομάζεται «μη-μυοδιηθητικός».
Το υπόλοιπο σχεδόν 25% των ασθενών έχουν πιο επιθετική μορφή της νόσου που διεισδύει πιο βαθιά και ιατρικά ονομάζεται «μυοδιηθητικός καρκίνος της ουροδόχου κύστης».
Η αρχική αντιμετώπιση του επιφανειακού καρκίνου της κύστης περιλαμβάνει μια επέμβαση με τη χρήση ενός εργαλείου που έχει κάμερα και φως και ονομάζεται κυστεοσκόπιο. Το εργαλείο αυτό εισέρχεται από την ουρήθρα του ασθενή και επιτρέπει στον Ουρολόγο να δει μέσα στην κύστη και να αφαιρέσει τον όγκο και οποιοδήποτε άλλο τμήμα της κύστης δεν φαίνεται φυσιολογικό. Η επέμβαση αυτή γίνεται στο χειρουργείο και απαιτεί νάρκωση.
Ο ιατρικός όρος που χρησιμοποιείται για να την περιγράψει είναι «διουρηθρική εκτομή όγκου κύστης» και είναι μια ενδοσκοπική επέμβαση, που δεν περιλαμβάνει δηλαδή ανοικτές τομές ή ράμματα. Συνήθως, απαιτεί την τοποθέτηση καθετήρα στην κύστη και παραμονή στο νοσοκομείο για μία ημέρα.
Ανάλογα με τον κίνδυνο ο καρκίνος της κύστης να εμφανιστεί ξανά στο μέλλον (υποτροπή), σε κάποιους ασθενείς με πιο επιθετική μορφή «επιφανειακής» νόσου, συστήνεται η χορήγηση επιπλέον θεραπείας. Η θεραπεία αυτή περιλαμβάνει φάρμακα που χορηγούνται ενδοκυστικά, δηλαδή εντός της ουροδόχου κύστης με την χρήση ενός λεπτού καθετήρα. Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να χορηγήσουμε μεγάλες συγκεντρώσεις των φαρμάκων απευθείας στην κύστη και να καταστρέψουμε καρκινικά κύτταρα που μπορεί να έχουν παραμείνει μετά το χειρουργείο, αποτρέποντας τον σχηματισμό νέων όγκων. Τα πιο συχνά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την ενδοκυστική θεραπεία του «επιφανειακού» καρκίνου της κύστης είναι φάρμακα χημειοθεραπείας ή ανοσοθεραπείας.
Η χημειοθεραπεία περιλαμβάνει φάρμακα που σταματούν ή καθυστερούν την ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων. Αυτά χρησιμοποιούνται συνήθως σε ασθενείς με μέτριο κίνδυνο για υποτροπή.
Η ανοσοθεραπεία περιλαμβάνει φάρμακα τα οποία θεωρούνται ότι συνεργάζονται με το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενή για να καταστρέψουν τα καρκινικά κύτταρα που μπορεί να έχουν παραμείνει στην κύστη μετά την επέμβαση. Η ανοσοθεραπεία συνήθως περιλαμβάνει εξασθενημένα βακτήρια της φυματίωσης (BCG) και χρησιμοποιείται σε ασθενείς με πιο επιθετική νόσο και μεγαλύτερο κίνδυνο για υποτροπή.
Τόσο η χημειοθεραπεία όσο και η ανοσοθεραπεία που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του «επιφανειακού» καρκίνου της κύστης είναι σε μορφή υγρού διαλύματος που τοποθετείται στην κύστη του ασθενή με έναν λεπτό καθετήρα. Στη συνέχεια ζητείται από τον ασθενή να κρατήσει το διάλυμα για 1-2 ώρες πριν ουρήσει. Η θεραπεία αυτή δίνεται αρχικά για 1 φορά την εβδομάδα για 6 εβδομάδες συνολικά (θεραπεία εισαγωγής). Επαναληπτικές θεραπείες μπορούν να δοθούν στη συνέχεια σε τακτικά χρονικά διαστήματα για 1-3 χρόνια (θεραπεία συντήρησης).
Παρά τα σημαντικά οφέλη της ενδοκυστικής θεραπείας, αυτή έχει και κάποιες παρενέργειες, με πιο συχνές τον ερεθισμό της κύστης, την ανάγκη για επείγουσα και συχνή ούρηση καθώς και πόνο κατά την ούρηση (δυσουρία). Οι παρενέργειες αυτές μπορεί να ξεκινήσουν 2-4 ώρες μετά τη θεραπεία και διαρκούν συνήθως για 48 ώρες. Σπανιότερα, μπορεί να εμφανιστούν πιο σημαντικές παρενέργειες όπως εξάνθημα στο δέρμα (μετά από χημειοθεραπεία) ή πυρετός, πόνος των μυών, νυχτερινός ιδρώτας (μετά από ανοσοθεραπεία). Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι απαραίτητη η ενημέρωση του Ουρολόγου και είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί διακοπή της θεραπείας.
Η θεραπεία του καρκίνου της κύστης απαιτεί σε ορισμένες περιπτώσεις μια πρόκληση για τον σύγχρονο Ουρολόγο. Ακόμα και σε ασθενείς που έχουν λάβει κάθε απαραίτητη θεραπεία, με βάση τα διεθνή πρωτόκολλα, υπάρχει περίπτωση ο καρκίνος να εμφανιστεί ξανά. Επομένως, απαιτείται συχνή παρακολούθηση μετά τη θεραπεία για τυχόν υποτροπή της νόσου.
Η παρακολούθηση αυτή γίνεται συνήθως με κυστεοσκόπηση σε τακτικά χρονικά διαστήματα ανάλογα με τον κίνδυνο της υποτροπής. Σε περιπτώσεις ασθενών με μεγάλο κίνδυνο υποτροπής, εκτός από την κυστεοσκόπηση, ο ασθενής χρειάζεται να δίνει δείγμα ούρων για κυτταρολογική εξέταση.
Τέλος, ασθενείς υψηλού κινδύνου χρειάζεται να υποβάλλονται και σε αξονική τομογραφία του ουροποιητικού συστήματος κάθε 1-2 χρόνια (η επιθετική μορφή του καρκίνου, εκτός από την κύστη μπορεί να εμφανιστεί και σε άλλα σημεία από όπου περνάνε τα ούρα, όπως π.χ. νεφρός, ουρητήρας κ.τ.λ.).
Στο 25% περίπου των ασθενών που θα εμφανίσουν για πρώτη φορά καρκίνο της ουροδόχου κύστης, ο καρκίνος μπορεί να είναι πιο επιθετικός και να έχει ήδη διεισδύσει σε βαθύτερα στρώματα της κύστης, όπως το μυϊκό στρώμα. Σε αυτή την περίπτωση ονομάζεται «μυοδιηθητικός» καρκίνος και έχει χειρότερη εξέλιξη. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με ασθενείς που εμφάνισαν αρχικά «επιφανειακό» καρκίνο και αντιμετωπίστηκαν, αλλά κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, ο καρκίνος μπορεί να επιστρέψει και να είναι «μυοδιηθητικός».
Η προτιμώμενη θεραπεία για ασθενείς με αυτή τη μορφή καρκίνου της κύστης είναι η χειρουργική αφαίρεση ολόκληρης της κύστης, η οποία ιατρικά ονομάζεται «ριζική κυστεκτομή». Η επέμβαση αυτή περιλαμβάνει εκτός από την αφαίρεση της κύστης, την αφαίρεση και άλλων γειτονικών οργάνων, καθώς και των γειτονικών λεμφαδένων. Συγκεκριμένα, στους άνδρες αφαιρείται εκτός από την κύστη και ο προστάτης, ενώ στις γυναίκες αφαιρείται επιπλέον η μήτρα με τις σάλπιγγες και τις ωοθήκες και ένα τμήμα του κόλπου.
Η αφαίρεση των γειτονικών λεμφαδένων είναι επίσης απαραίτητη, καθώς εάν ο καρκίνος έχει επεκταθεί σε αυτούς, τότε υπάρχει πολύ μεγάλος κίνδυνος να έχει επεκταθεί και αλλού. Αυτό αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο ο καρκίνος να εμφανιστεί ξανά στο άμεσο μέλλον. Επομένως, οι γειτονικοί λεμφαδένες της ουροδόχου κύστης πρέπει να αφαιρεθούν, ώστε να διαπιστωθεί αν περιέχουν καρκινικά κύτταρα ή όχι.
«Πού θα πάνε τα ούρα;»:
Μετά την αφαίρεση της κύστης, ο Ουρολόγος πρέπει να δημιουργήσει ένα νέο μέρος όπου θα συλλέγονται τα ούρα. Αυτό ονομάζεται «εκτροπή των ούρων» και γίνεται με διάφορους τρόπους, με τις περισσότερες επιλογές να περιλαμβάνουν τη χρήση λεπτού εντέρου.
Ένα τμήμα του εντέρου απομονώνεται χειρουργικά και χρησιμοποιείται για την «εκτροπή των ούρων» ως ρεζερβουάρ, ενώ το υπόλοιπο έντερο ενώνεται ξανά ώστε να λειτουργεί κανονικά. Τα ούρα εκτρέπονται μέσω του τμήματος του εντέρου στο δέρμα, όπου δημιουργείται ένα άνοιγμα (στομία). Ένα σακουλάκι κολλάει στη στομία για τη συλλογή των ούρων.
Ανάλογα με την περίπτωση, μια άλλη επιλογή για την «εκτροπή των ούρων» μπορεί να είναι η δημιουργία μιας «νεο-κύστης» από το τμήμα του εντέρου. Το έντερο δηλαδή, διαμορφώνεται χειρουργικά με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργηθεί μια νέα κύστη, η οποία στη συνέχεια ενώνεται με την ουρήθρα από όπου αποβάλλονται τα ούρα. Αυτός ο τύπος «εκτροπής των ούρων» συνήθως απαιτεί τον ασθενή να μάθει να αυτοκαθετηριάζεται.
Τέλος, μια πιο απλή επιλογή για την «εκτροπή των ούρων» μπορεί να είναι η σύνδεση των ουρητήρων απευθείας στο δέρμα και η δημιουργία στομίας (ουρητηροστομία), χωρίς να απαιτείται η χρήση του εντέρου για τη δημιουργία ρεζερβουάρ ή «νέο-κύστης». Στη στομία αυτή επίσης κολλάει σακουλάκι για τη συλλογή των ούρων.
Ο καλύτερος τύπος «εκτροπής των ούρων» εξαρτάται από την προτίμηση του ασθενή και του Ουρολόγου, από την έκταση του καρκίνου και από προηγούμενες θεραπείες στην περιοχή (π.χ. χειρουργείο, ακτινοβολία κ.ά.). Ο Ουρολόγος χρειάζεται να συζητήσει λεπτομερώς με τον ασθενή για τα οφέλη και τους κινδύνους του κάθε τύπου «εκτροπής των ούρων».
Στη σημερινή εποχή η «ριζική κυστεκτομή» με «εκτροπή των ούρων» μπορεί να πραγματοποιηθεί τόσο ανοιχτά όσο και λαπαροσκοπικά ή ρομποτικά. Ωστόσο, η επέμβαση αυτή αποτελεί μια από τις βαρύτερες επεμβάσεις στην Ουρολογία και μπορεί να συνοδευτεί από διάφορες επιπλοκές. Για το λόγο αυτό, είναι καθήκον του Ουρολόγου να ενημερώσει τον ασθενή με λεπτομέρεια σχετικά με τα οφέλη και τους κινδύνους της επέμβασης, καθώς και για την προβλεπόμενη μετεγχειρητική πορεία.
Μετά την κυστεκτομή απαιτείται στενή παρακολούθηση για όλους τους ασθενείς. Η παρακολούθηση επιτρέπει στον Ουρολόγο να ελέγξει για σημάδια τυχόν επιστροφής του καρκίνου (υποτροπή) και να παρακολουθήσει την κατάσταση της νεφρικής λειτουργίας των νεφρών του ασθενή.
Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης οι ασθενείς υποβάλλονται συνήθως σε κλινική εξέταση, εξετάσεις αίματος και απεικονιστικές εξετάσεις, όπως π.χ. αξονική τομογραφία. Κατά την παρακολούθηση μετά από την κυστεκτομή, οι επισκέψεις στον Ουρολόγο γίνονται συνήθως κάθε 3-12 μήνες για τουλάχιστον 5 χρόνια και μετά ανάλογα με την κάθε περίπτωση.
Σε επιλεγμένες περιπτώσεις ασθενών με «μυοδιηθητικό» καρκίνο της ουροδόχου κύστης, είναι πιθανό να αποφευχθεί η αφαίρεση ολόκληρης της κύστης. Ωστόσο, αυτό αποτελεί συνήθως επιλογή για ασθενείς πιο προχωρημένης ηλικίας ή/και με σοβαρά προβλήματα υγείας, που δεν μπορούν να υποβληθούν σε ένα βαρύ χειρουργείο. Ο Ουρολόγος έχει καθήκον να συζητήσει με τον ασθενή σχετικά με το αν είναι υποψήφιος για αφαίρεση ολόκληρης της κύστης (ριζική κυστεκτομή) ή για διατήρηση του οργάνου.
Η εναλλακτική επιλογή, σε περίπτωση διατήρησης της κύστης, βασίζεται σε συνδυασμό ακτινοβολίας και χημειοθεραπείας που χορηγείται μετά από διουρηθρική εκτομή του όγκου της κύστης. Το μειονέκτημα αυτής της επιλογής είναι ότι ο καρκίνος έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να επιστρέψει στο μέλλον στην κύστη.
Η αντιμετώπιση των ασθενών με μεταστατικό καρκίνο της κύστης γίνεται κυρίως με φάρμακα, τα οποία περιλαμβάνουν τη χημειοθεραπεία και την ανοσοθεραπεία.
Η χημειοθεραπεία αποτελεί συνήθως την πρώτη επιλογή, ενώ η ανοσοθεραπεία (φάρμακα που συνεργάζονται με το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενή για να επιτεθούν στα καρκινικά κύτταρα) συνήθως χρησιμοποιείται μετά τη χημειοθεραπεία ή σε ασθενείς που δεν μπορούν να λάβουν χημειοθεραπεία. Παρόμοια φάρμακα μπορούν να χορηγηθούν και σε ασθενείς μετά από αφαίρεση της κύστης, όπου ο καρκίνος διαπιστώθηκε να είναι αρκετά εκτεταμένος.
Καρκίνος του Νεφρού
Οι νεφροί είναι όργανα σε σχήμα φασολιού και μέγεθος ανθρώπινης γροθιάς περίπου, που βρίσκονται πίσω από την κοιλιά μας, κάτω από τον θώρακα και εκατέρωθεν της σπονδυλικής στήλης. Η κύρια λειτουργία τους είναι να φιλτράρουν το αίμα, να ρυθμίζουν το ισοζύγιο του νερού στον οργανισμό και να αποβάλλουν τοξικές ουσίες με τη μορφή των ούρων.
Η πιο συχνή μορφή καρκίνου του νεφρού στους ενήλικες είναι ο νεφροκυτταρικός καρκίνος (ΝΚΚ). Ο ΝΚΚ δεν προκαλεί συνήθως συμπτώματα, ειδικά στα πρώιμα στάδια, με αποτέλεσμα ο καρκίνος να μην ανιχνεύεται μέχρι να είναι αρκετά προχωρημένος. Η θεραπεία του ΝΚΚ περιλαμβάνει την χειρουργική αφαίρεση ολόκληρου ή τμήματος του νεφρού. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθούν και φάρμακα για να καθυστερήσει η ανάπτυξη της νόσου.
Οι περισσότεροι ασθενείς με καρκίνο του νεφρού δεν έχουν εμφανή συμπτώματα. Αυτό σημαίνει πως μερικές φορές ο ΝΚΚ δεν ανιχνεύεται παρά μόνο όταν η νόσος είναι προχωρημένη.
Ωστόσο, όταν υπάρχουν συμπτώματα, τα πιο συχνά είναι:
- Αιματουρία (παρουσία αίματος στα ούρα)
- Πόνος στην οσφύ (μέση)
- Ψηλαφητή μάζα στο πρόσθιο ή πλάγιο μέρος της κοιλιάς
- Απώλεια βάρους, πυρετός, νυχτερινός ιδρώτας
Αν έχετε συμπτώματα του καρκίνου του νεφρού, ο γιατρός σας συνήθως θα ζητήσει κάποια ακτινολογική εξέταση των νεφρών όπως π.χ. το υπερηχογράφημα ή η αξονική τομογραφία. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, ο καρκίνος ανευρίσκεται όταν οι παραπάνω εξετάσεις γίνονται για κάποιο άλλο λόγο και τυχαία ανακαλύπτεται ένας όγκος στο νεφρό.
Η διάγνωση βασίζεται κυρίως στην αξονική τομογραφία (ΑΤ) πριν και μετά τη χορήγηση ενδοφλέβιου σκιαγραφικού. Η ΑΤ μπορεί να ξεχωρίσει αν ο όγκος είναι καρκινωματώδης και αν έχει επεκταθεί εκτός του νεφρού (μεταστάσεις).
Σε αντίθεση με άλλους καρκίνους, η βιοψία του όγκου του νεφρού δεν είναι συνήθως απαραίτητη για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση του καρκίνου. Η διάγνωση βασίζεται κυρίως στα χαρακτηριστικά που έχει ο όγκος στην αξονική τομογραφία. Η επιβεβαίωση της διάγνωσης γίνεται στη συνέχεια, μετά τη χειρουργική αφαίρεση του όγκου ή ολόκληρου του νεφρού.
Μετά τη διάγνωση του καρκίνου του νεφρού, το επόμενο βήμα είναι ο καθορισμός του σταδίου.
Σταδιοποίηση είναι ένα σύστημα που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το μέγεθος, την επιθετικότητα και την επέκταση του καρκίνου. Ο καθορισμός του σταδίου ενός καρκίνου βοηθάει στην επιλογή της κατάλληλης θεραπείας και μπορεί να προβλέψει τη μελλοντική εξέλιξη της νόσου.
Το στάδιο του ΝΚΚ βασίζεται:
- Στο μέγεθος του όγκου.
- Στην επέκταση του καρκίνου στους γειτονικούς λεμφαδένες, αιμοφόρα αγγεία ή στους ιστούς γύρω από το νεφρό.
- Στην επέκταση του καρκίνου σε άλλα όργανα (π.χ. ήπαρ, πνεύμονας, οστά κ.ά.).
Το στάδιο του ΝΚΚ κυμαίνεται από το 1 (μικρός σε μέγεθος όγκος χωρίς επέκταση εκτός του νεφρού) ως το 4 (επέκταση του όγκου σε γειτονικούς ιστούς ή λεμφαδένες ή άλλα όργανα).
Γενικά, ο καρκίνος των χαμηλότερων σταδίων είναι λιγότερο επιθετικός ή προχωρημένος και είναι λιγότερο πιθανό να επανέλθει μετά τη θεραπεία σε σύγκριση με τον καρκίνο του νεφρού των υψηλότερων σταδίων.
Η προτιμώμενη θεραπεία για τους περισσότερους ασθενείς με εντοπισμένο καρκίνο του νεφρού είναι η χειρουργική αφαίρεση ενός τμήματος ή ολόκληρου του νεφρού. Η απόφαση σχετικά με τον τύπο της επέμβασης που τελικά θα πραγματοποιηθεί εξαρτάται από το μέγεθος του όγκου, το σημείο όπου εντοπίζεται στο νεφρό, αν πρόκειται για έναν ή περισσότερους όγκους και από τη νεφρική λειτουργία.
- Στην περίπτωση που υπάρχουν πολλαπλοί όγκοι ή ο όγκος είναι μεγάλος ή εντοπίζεται κεντρικά στο νεφρό, τότε συνήθως είναι απαραίτητη η αφαίρεση ολόκληρου του νεφρού, ειδικά αν το άλλο νεφρό λειτουργεί φυσιολογικά.
- Στις υπόλοιπες περιπτώσεις ή αν οι νεφροί δεν λειτουργούν φυσιολογικά ή αν ο ασθενής έχει ένα νεφρό (μονόνεφρος), τότε η αφαίρεση τμήματος του νεφρού είναι συνήθως καλύτερη επιλογή.
Ριζική νεφρεκτομή:
«Ριζική νεφρεκτομή» είναι ο ιατρικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την επέμβαση αφαίρεσης ολόκληρου του νεφρού. Η πλειοψηφία των ασθενών μπορούν να ζήσουν φυσιολογικά με ένα μόνο νεφρό.
Επεμβάσεις διάσωσης του νεφρού:
Οι επεμβάσεις αυτές εφαρμόζονται όταν δεν αφαιρείται ολόκληρος ο νεφρός. Είναι μέθοδοι που πραγματοποιούνται κυρίως όταν ο όγκος είναι μικρός σε μέγεθος ή οι νεφροί δεν λειτουργούν επαρκώς και απαιτείται η διατήρηση του οργάνου.
Οι «επεμβάσεις διάσωσης του νεφρού» περιλαμβάνουν:
- Χειρουργική αφαίρεση τμήματος του νεφρού (μερική νεφρεκτομή), που είναι και η πιο συχνή επέμβαση.
- Θεραπεία που καταστρέφει τον καρκίνο είτε με θερμοκαυτηριασμό με ραδιοσυχνότητες (RF ablation), είτε με ψύξη ή κρυοκατάλυση (cryoablation).
Σε ασθενείς με εντοπισμένο ΝΚΚ χαμηλού σταδίου, συνήθως δεν συστήνεται περαιτέρω θεραπεία, καθώς αυτή δεν έχει αποδειχθεί ούτε ότι μειώνει την πιθανότητα υποτροπής του καρκίνου ούτε ότι αυξάνει την επιβίωση των ασθενών.
Ωστόσο, σε ασθενείς με εντοπισμένο ΝΚΚ μεγαλύτερου σταδίου μπορεί να χρειαστεί επιπλέον φαρμακευτική θεραπεία ώστε να μειωθεί η πιθανότητα υποτροπής του καρκίνου. Επιπλέον, παρόμοια φαρμακευτική θεραπεία μπορεί να απαιτηθεί και σε περίπτωση που τελικά ο καρκίνος εμφανιστεί ξανά μετά από την αρχική χειρουργική αντιμετώπιση.
Επομένως, είναι πολύ σημαντικό οι ασθενείς που έχουν λάβει θεραπεία για καρκίνο του νεφρού να παρακολουθούνται τακτικά από τον γιατρό τους για πιθανή υποτροπή της νόσου.
Οι ασθενείς με προχωρημένο ή μεταστατικό ΝΚΚ αντιμετωπίζονται συνήθως με φαρμακευτική θεραπεία, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να συνδυαστεί και με χειρουργική αφαίρεση του νεφρού.
Η χειρουργική αφαίρεση του νεφρού σε περίπτωση προχωρημένου ή μεταστατικού καρκίνου γίνεται συνήθως πριν τη φαρμακευτική θεραπεία. Σε αυτές τις περιπτώσεις το χειρουργείο από μόνο του συνήθως δεν θεραπεύει τη νόσο, αλλά μπορεί να ανακουφίσει τον ασθενή από τα συμπτώματα ή να καθυστερήσει την ανάγκη για συστηματική φαρμακευτική θεραπεία.
Οι πιο συχνές φαρμακευτικές θεραπείες για τον προχωρημένο ή μεταστατικό ΝΚΚ είναι:
- Ανοσοθεραπεία: Περιλαμβάνει φάρμακα που συνεργάζονται με το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενή για να σταματήσουν ή να καθυστερήσουν την ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων.
- Στοχευμένες θεραπείες: Οι στοχευμένες θεραπείες είναι φάρμακα που έχουν σχεδιαστεί για να επιβραδύνουν την ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων και λειτουργούν παρεμβαίνοντας σε κάποιο βήμα της διαδικασίας ανάπτυξης του καρκίνου. Περιλαμβάνουν την αντι-αγγειογενετική θεραπεία, που είναι μια κατηγορία φαρμάκων (αναστολείς της αγγειογένεσης), τα οποία μειώνουν την παροχή του αίματος στον όγκο και με τον τρόπο αυτό καθυστερούν ή σταματούν την ανάπτυξη του καρκίνου. Επίσης, περιλαμβάνονται και φάρμακα, τα οποία αναστέλλουν απευθείας την αύξηση του όγκου.
Οι παραπάνω θεραπείες σπάνια θεραπεύουν τον καρκίνο, αλλά αυξάνουν την επιβίωση, προσφέροντας καλύτερη ποιότητα ζωής με λιγότερα συμπτώματα που σχετίζονται με τον καρκίνο του νεφρού. Αυτές οι θεραπείες αποτελούν μια επιλογή για ασθενείς με προχωρημένο ή μεταστατικό ΝΚΚ, είτε ως εναλλακτική λύση, είτε μετά, είτε σε συνδυασμό με ανοσοθεραπεία.
Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί πως η θεραπεία του προχωρημένου καρκίνου του νεφρού είναι μια δύσκολη διαδικασία και μια πρόκληση για το σύγχρονο Ουρολόγο. Όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, οι ασθενείς με προχωρημένο ΝΚΚ ενθαρρύνονται να συμμετέχουν σε κλινικές μελέτες, καθώς η βέλτιστη χρήση εγκεκριμένων θεραπειών και αρκετών, πολλά υποσχόμενων, αλλά όχι ακόμα εγκεκριμένων σκευασμάτων, είναι ακόμα υπό διερεύνηση.
Η συχνή παρακολούθηση των ασθενών με καρκίνο του νεφρού μετά από χειρουργική αντιμετώπιση είναι πολύ σημαντική. Οι συχνές επισκέψεις στον Ουρολόγο σας επιτρέπουν την έγκαιρη ανίχνευση τυχόν υποτροπής του καρκίνου.
Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, οι ασθενείς υποβάλλονται σε κλινική εξέταση, εξετάσεις αίματος και ακτινολογικές εξετάσεις (π.χ. αξονική τομογραφία). Ανάλογα με την περίπτωση, η παρακολούθηση συστήνεται κάθε 6-12 μήνες και για τουλάχιστον 5 έτη.
Ο ουρολόγος Σταυρόπουλος Μάριος βρίσκεται στη διάθεσή σας για να συζητήσετε οτιδήποτε σάς απασχολεί,
πάντα στο ιατρείο του, στο κέντρο των Αθηνών.
Κλείστε μια συνεδρία με τον Γιατρό